- ηώλιθος
- οόπλο ή εργαλείο από πέτρα που χρησιμοποιούσε ο άνθρωπος στην πρώτη περίοδο της ανάπτυξής του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ηώλιθος — ο στον πληθ. οι ηώλιθοι κομμάτια πυριτόλιθου τα ποία βρίσκονται σε στρώματα παλαιότερα τής τεταρτογενούς διάπλασης και που φαίνονται να είναι χονδροειδώς κατεργασμένα από προϊστορικούς ανθρώπους τού καινοζωικού αιώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ … Dictionary of Greek